κρυσταλλοειδής

κρυσταλλοειδής
-ές (AM κρυσταλλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως
2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές
ουσία που έχει την ιδιότητα να διέρχεται διά μέσου τών πόρων τών διαφραγμάτων κατά τη διαδικασία διαπίδυσης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κρυσταλλοειδή
ουσίες που μπορούν να υποστούν κρυστάλλωση
4. φρ. «κρυσταλλοειδής φακός» — ο φακός τού οφθαλμού, ανάμεσα στην ίριδα και στο υαλοειδές σώμα
αρχ.
αυτός που μοιάζει με πάγο.
επίρρ...
κρυσταλλοειδῶς (Α)
με κρυσταλλοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -ειδής (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλοειδής — like ice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδῆ — κρυσταλλοειδής like ice neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρυσταλλοειδής like ice masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδεῖ — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδεῖς — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem acc pl κρυσταλλοειδής like ice masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδές — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem voc sg κρυσταλλοειδής like ice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδοῦς — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδῶν — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοειδῶς — κρυσταλλοειδής like ice adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”